Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Η ακτινογραφία των "κόκκινων" δανείων των ελληνικών τραπεζών

Εικόνα που χρήζει εγρήγορσης και αποφασιστικής δράσης παρουσιάζει η ακτινογραφία των "κόκκινων" δανείων των ελληνικών τραπεζών, με "μαξιλάρι", ωστόσο, από τις προβλέψεις που έχουν σχηματισθεί για την κάλυψή τους και οι οποίες είναι υψηλότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) προς το σύνολο των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών στο τέλος του 2016 εμφανίζει οριακή αύξηση (44,8%, έναντι 44,2% στο τέλος του 2015), γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη μείωση των εξυπηρετούμενων δανείων, τάση η οποία συνεχίστηκε και το α΄ τρίμηνο του 2017 (45,2%). Συγκεκριμένα, ενώ το σύνολο των τραπεζικών πιστώσεων συρρικνώθηκε με ρυθμό μόλις 2,8% το 2016, το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε σε μεγαλύτερο βαθμό κατά 3,8% σε σχέση με το τέλος του 2015. Το σύνολο των ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 106,3 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2016, επί συνόλου ανοιγμάτων 237,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 1,6% σε σχέση με το τέλος του 2015.
Παρόμοια εικόνα καταγράφουν και τα επιμέρους χαρτοφυλάκια με εξαίρεση το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά μείωσης ΜΕΑ. Το α΄ τρίμηνο του 2017 το σύνολο των ΜΕΑ ανήλθε σε 105 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση 1,2% σε σχέση με το τέλος του 2016.
Ενδείξεις για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου απεικονίζονται στο ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης (χωρίς καθυστέρηση ή σε καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών), όπως επίσης και στο σύνολο των ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες. Ο λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των ΜΕΑ αυξήθηκε το 2016 και ανήλθε στο 28,5% από 26,2% στο τέλος του 2015, ενώ ο λόγος των ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε στο 10% το 2016, σε επίπεδα χαμηλότερα του τέλους του 2015 (12,6%).
Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι τα ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (πλην των καταγγελμένων απαιτήσεων) προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκαν σε 26,6%, έναντι 29,7% το 2015, με το ποσοστό να παραμένει στα ίδια σχετικά επίπεδα και το α΄ τρίμηνο του 2017 (26,2%).
Όπως εκτιμά η ΤτΕ, οι ενδείξεις αυτές αποτελούν ένα στοιχείο έγκαιρης προειδοποίησης για την εξέλιξη του πιστωτικού κινδύνου στις τράπεζες, ενώ απαιτείται εγρήγορση και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, με συγκεκριμένα εργαλεία για τη διαχείριση των πρώιμων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Επισημαίνεται ότι το 73,7% του συνόλου των ΜΕΑ που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 77,9%, για τα επιχειρηματικά στο 73,4%, ενώ για τα καταναλωτικά τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου στο 83%.
Στο ίδιο πλαίσιο, προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το 52,3% των ΜΕΑ που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%. Η εν λόγω αυξητική τάση έχει σταθεροποιηθεί από το β΄ εξάμηνο του 2016. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το 45% των ΜΕΑ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σχέση με το 2015. Το ποσοστό θα ήταν υψηλότερο εάν οι τράπεζες δεν διέγραφαν 1,2 δισ. ευρώ καταγγελμένων απαιτήσεων το δ΄ τρίμηνο του 2016.
"Μαξιλάρι ασφαλείας" έναντι των NPLs των ελληνικών τραπεζών δίνουν, πάντως, οι υψηλές προβλέψεις. Ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερός το 2016 (49,7%), γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν αναμένεται κάποια αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στο άμεσο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, ο λόγος Texas Ratio (δηλ. τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τις συνολικές προβλέψεις και τα εποπτικά κεφάλαια) διαμορφώθηκε στο 125%. Σημειώνεται ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις είναι σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους, ο οποίος ανέρχεται στο 46,4%.
Ειδικότερα, οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει οι ελληνικές τράπεζες για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου ανέρχονται σωρευτικά στα τέλη Δεκεμβρίου 2016 στο επίπεδο των 52,8 δισ. ευρώ έναντι 54,1 δισ. ευρώ το 2015. Η μείωση των προβλέψεων αποδίδεται κυρίως στη διαγραφή απαιτήσεων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες το 2016. Κατά τη διάρκεια του 2016 και του α΄ τριμήνου του 2017 παρατηρήθηκε σταθεροποίηση της κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις σε επίπεδα οριακά μικρότερα από το 50% (2017: α΄ τρίμηνο 49,1%, 2016: δ΄ τρίμηνο 49,7%, 2015: δ΄ τρίμηνο 50,1%).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το επίπεδο κάλυψης θεωρείται επαρκές δεδομένου ότι ο σχηματισμός των προβλέψεων έλαβε χώρα σε μια περίοδο ύφεσης και ζημιογόνων αποτελεσμάτων μέχρι και το τέλος του 2015, ενώ η διατήρηση του επιπέδου αυτού και το 2016 δικαιολογείται από το ότι οι τράπεζες εμφάνισαν κερδοφόρα αποτελέσματα και κρίνονται ως επαρκώς κεφαλαιοποιημένες.
 
website counter
friend finderplentyoffish.com